Βρέθηκα στα στενά της «συγγνώμης» κι έκλαψα για εκεί που την χρωστούσα, γιατί υπήρξαν δρόμοι αδειανοί και κατεστραμμένοι .
Δείλιασα στα στενά που έπρεπε να αφήσω ένα συγχωροχάρτι για εκείνον τον διαβάτη που στεκόταν στην άλλη μεριά του δρόμου, ακόμα κι αν ήξερα πως δεν θα γυρίσει να το πάρει.
Βούρκωσα από αγαλλίαση, μα και ντροπή, στα στενά του «ευχαριστώ», γιατί είχα αργήσει να πάω κι όμως με περίμεναν.