Share The Book Lovers
Share to email
Share to Facebook
Share to X
Η Εύα Μανιδάκη δεν είναι μόνο αναγνώστρια αλλά και, αν μπορούμε να το πούμε, επαγγελματίας της λογοτεχνίας. Έχει σχεδιάσει τα βιβλιοπωλεία των εκδόσεων Πόλις, στην οδό Αιόλου, και των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, στην οδό Θουκυδίδου. Και φυσικά έχει συνδέσει το όνομά της με την ανακαίνιση της οικίας Κ.Π. Καβάφη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και του Αρχείου Καβάφη στην οδό Φρυνίχου στην Αθήνα.
Το πρώτο της βιβλίο ήταν δώρο του παππού της: Πηνελόπη Δέλτα. Η κρίσιμη στιγμή της ως αναγνώστριας ήρθε όμως πολύ αργότερα, όταν ήταν φοιτήτρια στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Παρισιού. Ο καθηγητής της Πολ Βιριλιό της άνοιξε δρόμους. Η εμπειρία αυτή διευρύνθηκε όταν στη δραματική σχολή του Εμπρός, όπου επίσης σπούδασε, συνάντησε την Μαρία Κυρτζάκη. «Με αυτήν τη γυναίκα έμαθα να διαβάζω. Μου φώτισε τα μονοπάτια που είχε ανοίξει ο Βιριλιό».
Διαβάζει Χαρούκι Μουρακάμι και αισθάνεται ότι «κουνιέται το μυαλό της». Τα πιο σημειωμένα βιβλία στη βιβλιοθήκη της είναι Ρολάν Μπαρτ και τα «Σονέτα» του Σαίξπηρ. Λατρεύει τους συγγραφείς θεατρικών έργων. Θα καλούσε σε γιαπωνέζικο πικ-νικ μόνο τον Σάμιουελ Μπέκετ.
Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον Νίκο Καραπιδάκη, ομότιμο καθηγητή Μεσαιωνικής Ιστορίας και διευθυντή του περιοδικού «Νέα Εστία» για τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν.
Μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Ο ήρωας της παιδικής του ηλικίας ήταν ο Ντ' Αρτανιάν, από τους «Τρείς Σωματοφύλακες» του Αλεξάνδρου Δουμά. Αργότερα ανακάλυψε ότι πρότυπο του Ντ' Αρτανιάν ήταν ο Λαροσφουκώ, ο Γάλλος αριστοκράτης, διάσημος γνωμικογράφος.Τώρα, ήρωας του είναι ο Αντρέ Μαλρώ, μέσα από τα «Αντιαπομνημονεύματά» του αλλά και μέσα από την δημόσια ζωή του.
Η κρίσιμη στιγμή της αναγνωστικής ζωή του ήταν στις τελευταίες τάξεις του τότε εξαταξίου Γυμνασίου, όταν, διαβάζοντας μια σχολιασμένη έκδοση της «Αντιγόνης», διαπίστωσε ότι η ανάγνωση μπορεί να είναι κάτι πιο πολύπλοκο:πέρα από την ανάγνωση-απόλαυση υπάρχει και η ανάγνωση-κόπος. Το έπαθε και με τον Θουκυδίδη.
Αγάπησε πολύ το μυθιστόρημα του Μπορίς Πάστερνακ «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Γοητεύτηκε από την Λάρα και την ερωτεύτηκε. Ήταν ένας ιδεότυπος γυναίκας. Αγάπησε όμως και τον Διονύσιο Ρώμα, τις γοητευτικές, σχεδόν μεταφυσικές ιστορίες του από την Ζάκυνθο. Με αφορμή τον «Δόκτορα Ζιβάγκο», λέει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να πείς τον έρωτα. Και αναφέρεται στην μεσαιωνική ερωτική ιστορία του Αβελάρδου και της Ελοίζας, που τα γράμματά τους μετάφρασε από τα λατινικά, ανασυσταίνοντας τον ερωτικό λόγο τους.
Διαβάζει ποίηση: Καββαδία, Ρενέ Σαρ, Μαλλαρμέ, Θανάση Χατζόπουλο, Δάντη. Τον συγκινούν τα αμερικανικά pulp μυθιστορήματα, ο κόσμος του Σκότ Φιτζέραλντ, η σάγκα του «Οσα παίρνει ο άνεμος». Τον συγκινεί όμως και το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου και τα βιβλία του Γιάννη Μακριδάκη και της Μπερναντίν Εβαρίστο.
Ως αναγνώστη τον κάνουν ευτυχισμένο τα καλογραμμένα κείμενα. Ακομη κι αν είναι η καλογραμμένη εργασία ενός φοιτητή του.
Θα καλούσε σε γεύμα τον Δάντη, τον Μιχάλη Κοπιδάκη, τον Λαροσφουκώ κι έναν ορθόδοξο θεολόγο, τον Γοντικάκη.
Γεννήθηκε στο Σέφιλντ, τη βιομηχανική πόλη της Αγγλίας, γνωστή για τα μαχαιροπίρουνά της. Η οικογένειά του είναι όμως ιρλανδικής καταγωγής κι έτσι αναγνωρίζεται στον κόσμο των Κελτών: Γέιτς, Όσκαρ Ουάιλντ, Μπέρναρ Σο, Τζέιμς Τζόις αλλά και Ντίλαν Τόμας, που είναι Ουαλός.
Το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα το έκανε σε ηλικία εννιά ετών, σε μια κρουαζιέρα με τους γονείς τους. Έφτασε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, κι αυτό το θεωρεί κάπως σημαδιακό. Οι αναγνώσεις του, κατά την εφηβική ηλικία του, συνδέονταν με τις πνευματικές ανησυχίες του. Διάβαζε λοιπόν Έρμαν Έσε, Καζαντζάκη ή Σόμερσετ Μομ. Η Ελλάδα ήταν όμως μια εμμονή του. Και στα 14 του άρχισε να διαβάζει βιβλία για την Ελλάδα, όπως αυτά του Λόρενς Ντάρελ αλλά και του Πάτρικ Λι Φέρμορ. Είχε μια ρομαντική εικόνα για την Ελλάδα και τα ελληνικά νησιά.
Σπούδασε ελληνικά στην Αγγλία, αρχαία και μετά βυζαντινά και νέα, και υποστήριξε τη διατριβή του στο πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας με θέμα τη μετάφραση της ελληνικής ποίησης, με παράδειγμα τον Ελύτη. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Ντέβιντ Κόνολι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, μετάφρασε προς τα αγγλικά Έλληνες ποιητές και πεζογράφους, δίδαξε μετάφραση σε ελληνικά πανεπιστήμια. Το γούστο του τον οδηγεί περισσότερο προς την ελληνική ποίηση: Ελύτης, Βρεττάκος, Ρωμανός Μελωδός, Κάλβος, Σολωμός, ποιητές που τους θεωρεί πολυπρισματικούς.
Τα τελευταία χρόνια ζει κοντά στην Ασίζη, στην Ούμπρια της Ιταλίας. Εκεί κάνει γιόγκα και διαλογισμό, σε ένα περιβάλλον που είναι πολύ πιο ισχυρό από την ανθρώπινη βούληση, όπως λέει.
H Μαρίνα Δανέζη έχει δύο μικρά αγόρια, 1,5 και 3 χρόνων αντίστοιχα, κι ένα μέρος της αναγνωστικής καθημερινότητας είναι να διαβάζει ιστορίες στα παιδιά της. Λέει ότι τα δύο αγοράκια της γίνονται αναγνώστες κυριολεκτικά εξ απαλών ονύχων. Η ίδια θυμάται τα πρώτα βιβλία της, συντομευμένες εκδόσεις της «Τζέιν Έιρ» και του «Μιχαήλ Στρογγώφ», με χοντρό εξώφυλλο από την «Αγκυρα».Στην εφηβεία και στην μετεφηβεία βουτήχτηκε κυριολεκτικά στην ποίηση: Καβάφης, Καρυωτάκης αλλά και Κατερίνα Γώγου. Θωμάς Γκόρπας. Αλέξης Τραϊανός, κόσμοι κάπως σκοτεινοί.
Αγαπημένος της συγγραφέας είναι ο Πέτρος Πικρός και αγαπημένος της ήρωας είναι ο πρίγκιπας Μίσκιν, στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφκσι. Το αναγνωστικό γούστο της διαμορφώνεται και από την δουλειά της ως δημιουργού ντοκυμαντέρ για την πόλη και την Αθήνα. Μιλάει για τα βιβλία «Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη» του Θανάση Γιοχάλα και της Τόνιας Καφετζάκη, «Ομόνοια 1980» του Γιώργου Ιωάννου, «Ομόνοια 2000» του Φίλιππου Φιλίππου, τα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή, την μελέτη «Το φρικτό τέμενος της αμαρτίας» των Βλησίδη/Παπαϊωάννου για τα Βούρλα, τα βιβλία του Τάσου Θεοφίλου «Ληστεία της Πέτρας»" και «Καϋμένε Αθανασόπουλε» ή τα «Ροκ Ημερολόγια» του Γιώργου Τουρκοβασίλη.
Διαβάζει τα βιβλία των φίλων της , όπως του Γιώργου-'Ικαρου Μπαμπασάκη και της Μαρίας Cyber. Προγραμματίζει να διαβάσει το βιβλίο του Φώντα Τρούσσα «Ραντεβού στο Κύτταρο» και τηνμελέτη της Τασούλας Βερβενιώτη «Οι άμαχοι του Ελληνικού Εμφυλίου». Θα καλούσε σε γεύμα τον Θωμά Γκόρπα, τον Πέτρο Πικρό, τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη και τον Κωνσταντή Σταυρόπουλο. Ενα γεύμα «μόνο αγόρια», όπως λέει. Το βιβλίο του Κωνσταντή Σταυρόπουλου «Ο Αμαζόνιος της Πατησίων» εκδόθηκε από την ίδια. Είναι το δειλό εκδοτικό εγχείρημα της Μαρίνας Δανέζη.
Άρχισε να διαβάζει τις περιπέτειες του Τεν Τεν. Ήταν ένα άνοιγμα στον κόσμο. Στο Δημοτικό διάβασε τον Ιούλιο Βερν. Και στα 13 με 14 διάβασε Καζαντζάκη. Είχε ένα ειδικό τετράδιο, όπου αντέγραφε όλες τις μεγαλοπρεπείς φράσεις του συγγραφέα. Μολονότι σήμερα βλέπει την μανία με τον Καζαντζάκη σαν ένα είδος παιδικής ασθένειας, δεν έχει μετανιώσει καθόλου για την ανάγνωση. Ηταν ένα μεγάλο ταξίδι σε πολλούς κόσμους: Χριστιανισμός, Βουδισμός, Νιτσε, Φρόϋντ.
Διάβαζε σε τρείς γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά), διάβαζε ταυτόχρονα πολλά βιβλία. Ακόμη και σήμερα διαβάζει βιβλία που δεν πρόκειται να εκδώσει ο ίδιος. Η αναγνωστική έκρηξη ήρθε στα 18 του, όταν διάβασε «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία» του Εμπειρίκου και το μυθιστόρημα του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Τα βιβλία αυτά του άνοιξαν δρόμους.
Λίγο αργότερα ανακάλυψε Έλληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα: την Μέλπω Αξιώτη, τον Νίκο Κάσδαγλη ("Κεκαρμένοι") και τον Μάριο Χάκκα ("Μπιντές"). Στα γραφεία των εκδόσεων Κέδρος γνώρισε τον Ρίτσο: μαλλιά βαμμένα πορτοκαλί, παντελόνι καμπάνα με ρεβέρ, ψηλοτάκουνα παπούτσι, καρώ σακκάκι. Τον εκτίμησε πολύ, γιατί ήταν ο εαυτός του.
Με χρήματα που του έδωσε μια θεία του, ξεκίνησε τις εκδόσεις Άγρα. Τα χρήματα έφταναν για την
έκδοση ενάμισυ βιβλίου. Ο τρίτος τίτλος που εξέδωσε ήταν «Η ιστορία του ματιού» του Ζορζ Μπατάιγ. Ήταν εμπορική επιτυχία, που του επέτρεψε να συνεχίσει. Όλα τα άλλα είναι ιστορία. Η ιστορία των εκδόσεων Άγρα.
Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον ζωγράφο Γιώργο Ρόρρη για το πώς η ανάγνωση δημιουργεί το εικαστικό περιβάλλον του.
Στο ατελιέ του, κάπου στην περιοχή του Σταθμού Λαρίσης, υπάρχουν «τα βιβλία του ατελιέ». Μοιάζουν σαν εργαλεία δουλειάς. Οι σελίδες τους έχουν χρώματα. Συχνά τα μοντέλα που ποζάρουν διαβάζουν σελίδες, ενώ ο Γιώργος Ρόρρης τα ζωγραφίζει. Βρίσκονται εκεί βιβλία του Μιχαήλ Μητσάκη, που τα θεωρεί ντοκυμαντέρ της αστικής ζωής, του Παπαδιαμάντη, που τα βρίσκει άκρως ποιητικά και του υπενθυμίζουν ότι κάνοντας τέχνη προσπαθείς να ερμηνεύσεις τον κόσμο και τα πράγματα. Υπάρχουν ακόμη οι «Σκέψεις» του Πασκάλ αλλά και Σοπενάουερ, τα άπαντα του Σολωμού αλλά και οι Μπαλάντες του Φρανσουά Βιγιόν, Μπαλτάσαρ Γκρασιάν αλλά και
Χρηστομάνος, «Η Κερένια Κούκλα» .
Γεννήθηκε στον Κοσμά της Κυνουρίας και η σχέση του με τα βιβλία ξεκινάει από την έλλειψή τους. Στην βιβλιοθήκη του σχολείου είχε βρεί «Τα λόγια της πλώρης» του Καρκαβίτσα. Σε ηλικία 12 ετών, το 1975, άρχισε να διαβάζει το περιοδικό «Επίκαιρα», που έφτανε στο χωριό. Εβλεπε εκεί τις σελίδες με τα καλλιτεχνικά και τις διάβαζε με «ανεπίγνωστη έφεση», όπως εξομολογείται.
Περισσότερο πρόσεχε όμως τις διαφημίσεις για βιβλία. Εκεί εντόπισε την «Ιστορία της Μοντέρνας Ζωγραφικής» του Χέρμπερτ Ρίντ στις εκδόσεις Υποδομή. Απέκτησε όλη τη σειρά τέχνης αυτού του εκδοτικού οίκου. Από το 1977 έπαιρνε το περιοδικό «Αντί», που είχε πολλές διαφημίσεις για βιβλία. Στο σχολείο ζωγράφιζε και οι καθηγητές του τον ενθάρρυναν, ιδιαίτερα όταν αντέγραψε και μεγένθυνε για τις ανάγκες σχολικής γιορτής εικόνες του Φωκίωνα Δημητριάδη. Με το χαρτζιλίκι που έβγαζε, δουλεύοντας στο καφενείο του πατέρα του, έδωσε 150 δραχμές σε συγχωριανό του, που δούλευε στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο «Πρωτοπορία» και του ζήτησε να διαλέξει εν λευκώ και να του στείλει βιβλία. Από τότε άρχισε να συγκροτεί την βιβλιοθήκη του.
Αγαπάει τα λεξικά, το Μεγάλο Λεξικό του Δημητράκου, το Λιτρέ, το Γκράν Ρομπέρ. Ανοίγει και διαβάζει λέξεις που μπορεί να έχουν χαθεί ή να μην είναι σε χρήση. «Εκεί βρίσκω τους πεσόντες» λέει. Τώρα έχει μια μεγάλη βιβλιοθήκη αλλά η σχέση του με το βιβλίοεξακολουθεί να στηρίζεται στην έλλειψή του, διαφορετικά όμως. Βιβλία που κατέχει αλλά δεν έχει κατορθώσει να διαβάσει.
Η σχέση του με την ανάγνωση πέρασε μέσα από τις διηγήσεις του πατέρα του, του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, για τα βιβλία που διάβαζε εκείνος. Ουίλιαμ Μπλέϊκ, Λoτρεαμόν, Ρεμπό, Ουόλτ Γουίτμαν.
Ο πατέρας του μιλούσε τέσσερις γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες και ρωσικά, και αυτός ο κόσμος έμοιαζε για τον μικρό Λεωνίδα ένα απέραντο θαύμα. Είναι παράδοξο, αλλά ως παιδί ήθελε να είναι με τους γονείς του και με τους φίλους των γονιών του, τον Τσαρούχη, τον Ελύτη, τον Βαλαωρίτη. Στα 12 χρόνια του διάβασε το βιβλίο του πατέρα του «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία», και μέσα από την ανάγνωση αυτή τον κατάλαβε.
Η ποίηση είναι το αναγνωστικό βασίλειό του. Μπλέϊκ, Ντύλαν Τόμας, Σικελιανός, Καβάφης, Σολωμός,Κάλβος. Οι ήρωές του είναι όμως ο Αντρέ Μπρετόν, ο Μπενζαμέν Περέ και ο Πολ Ελυάρ. Διαβάζει την πεζογραφία μέσα από την ποίηση και αγαπημένος του ήρωας
είναι ο Ισμαήλ από το Μόμπυ Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ. Διαβάζει όμως και κορεατική ποίηση και βρίσκει σε αυτή τη χώρα της Ασίας πολλές συγκινητικές ιστορίες.
Ίσως η προφορικότητα της ποίησης-παιδί, άκουγε τον πατέρα του να απαγγέλλει- τον οδήγησε με πάθος στην μεγάλη επιχείρηση για την καταγραφή των ελληνικών ντοπιολαλιών.Το βιβλίο με τίτλο «Ντοπιολαλιές, Γεωγραφικές ποικιλίες της Νέας Ελληνικής και των άλλων ομιλούμενων εντός Ελλάδας γλωσσών» που συνοδεύεται από τέσσερα cd
είναι έτοιμο προς έκδοση από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ/ Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Το υπογράφουν ο αείμνηστος Μάρκος Φ.Δραγούμης, ο Θανάσης Μωραίτης, ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, η Κατερίνα Γεωργιάδου, ο Νίκος Σιγάλας, σε γλωσσολογική και φωνητική επιμέλεια του Σταμάτη Μπέη και του Νίκου Παντελίδη και επιμέλεια έκδοσης του Θανάση Μωραΐτη.
Την κατατάσσουν στη λογοτεχνία του φανταστικού αλλά ή έμπνευσή της έρχεται από το παράλογο και το παράδοξο του Ιονέσκο και του Μπέκετ. Ενηλικιώθηκε αναγνωστικά όταν στο τέλος της εφηβείας της διάβασε «Το όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Εκο. Τότε κατάλαβε τι σημαίνει σύγχρονο παραμύθι. Αλλωστε σαν παραμύθια διαβάζονται και τα δικά της βιβλία, όπου το φανταστικό κυριαρχεί, όπως συμβαίνει με την τριλογία «Ο δράκος της Πρέσπας», που την ολοκλήρωσε πριν από μερικούς μήνες.
Κόρη δασκάλου, φοίτησε για δύο τάξεις του δημοτικού σε σχολείο στην Αγγλία, όπου γνώρισε τον κόσμο των πειρατών, των φαντασμάτων, των πύργων. Αλλαξε κατηγορία ως αναγνώστρια όταν διάβασε Κάφκα και Οργουελ. Τότε κατάλαβε τι σημαίνει συνοπτική γραφή, αλληγορία και φίνα μεταφορά. Όσο κι αν παραξενέψει κάποιους, αισθάνεται συγγενής συγγραφικά με τον Νίκο Μάντη, τον Δημήτρη Σωτάκη και τον Γιάννη Μακριδάκη.
Τα βιβλία της παιδικής του ηλικίας, όπως «Ο Τρελλαντώνης» και «Ο μάγκας» της Πηνελόπης Δέλτα, τα χαρακτηρίζει «αναγνωστικό γλέντι». Στην εφηβεία διάβασε Ντοστογιέφσκι, Καμύ και Σαρτρ. Καθώς στο σπίτι του άργησε να μπει η τηλεόραση, οπτικοποιούσε ό,τι διάβαζε. Είναι κάτι που νοσταλγεί.
Αναγνωρίζει τον εαυτό του στα βιβλία που διαβάζει κάθε φορά. Η καλύτερη στιγμή της σχέσης του με το βιβλίο είναι όταν μπαίνει σε βιβλιοπωλείο, μια περιπέτεια που δεν ξέρει που θα τον βγάλει. Από αυτήν την άποψη θεωρεί πολύ «επικίνδυνο» μέρος το Λεξικοπωλείο στο Παγκράτι.
Μέσα στο βιβλιοπωλείο μπορεί να τον προσελκύσει ένα βιβλίο από το χρώμα του εξωφύλλου του και το μέγεθός του. Ετσι έφτασε στο «4321» του Πολ Οστερ, χρώμα εξωφύλλου μοβ-μπορντό και μέγεθος 1000 σελίδες.
Διακρίνει δύο ειδών αναγνώσεις: την βουλιμική, όταν καταναλώνεις σελίδες επί σελίδων αλλά στο τέλος δεν σου μένει τίποτα. Και την ανάγνωση dégustation. Προτιμάει την δεύτερη και προσπαθεί να διαβάζει ως αναγνώστης-γευσιγνώστης.
The podcast currently has 145 episodes available.
4 Listeners
2 Listeners
41 Listeners
8 Listeners
11 Listeners
7 Listeners
9 Listeners
4 Listeners
0 Listeners
25 Listeners
14 Listeners
8 Listeners
9 Listeners
2 Listeners
1 Listeners